ίδια αυτή, αλλά τώρα άλλη. Το κεφάλι της έχει καλά τοποθετηθεί γυρτά προς τα εμπρός, σαν να μετανοεί. Η ίδια άλλη από απέναντι
μπλοφάρει πως τραβάει τις κλωστές του κεφαλιού, πως θα σηκώσει το κεφάλι στο ύψος του, την αφήνει να νομίζει..σαν να χαϊδεύει τον αέρα κινώντας τα νήματα της πρώτης. Η πρώτη κοιτάζει κ αρχίζει να κουνάει σαν απελευθερωμένη απ'τις κλωστές χέρια και πόδια σαν ξεκούρδιστη, μα το κεφάλι γυρτό. Η κλωστή αυτή δεν σπάει.Ένα αόρατο συρματόσχοινο. Δεν μπορεί να αποδεσμευτεί. Η άλλη , η πιο παλιά, η ίδια αυτή αλλά άλλη, συμπονεί , μα τεντώνει την κλωστή. Συγχωρεί μα προκαλεί πόνο με την κλωστή. Κατανοεί μα τραβάει το σχοινί, και η πρώτη νομίζει πως για μια στιγμή το κεφάλι της ξεκόλλησε. Και ξαφνικά η πρώτη νιώθει σαν να χει στα χέρια γκέμια. Τα κουνάει δειλά και βλέπει την ίδια άλλη απέναντι της να κουνιέται. Κι όσο η απέναντι τραβάει το κεφάλι της πρώτης προς τα κάτω, η πρώτη τραβάει τον κορμό της απέναντι προς το μέρος της. Θέλει να φτάσει η μία ν'αγγίξει την άλλη, μα σαν να καταλαβαίνει η πρώτη πως αυτό που τους χωρίζει σαν απόσταση, κάποιος το χε πει χρόνο. Ακόμα δεν καταλαβαίνει. Ακούει έναν ήχο σαν όνομα και βλέπει το όνομα της απέναντι να ανοιγοκλείνει. Δεν ακούει τίποτα. Θα φταίει ο χρόνος σκέφτεται. Βλέπει δυο μάτια απέναντι της να γελούν. Μαμά; ρωτάει. Ναι; Ακούει. Σ'αυτό μάλλον βοηθάει ο χρόνος.